LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "στρατιά"
- στρᾰτία, Ιων. -ιή, ἡ, = στρατός, I. 1. στράτευμα, στρατιά, σε Αισχύλ., Θουκ. κ.λπ.· απόλ., η κατά ξηράν στρατιωτική δύναμη, αντίθ. προς το ναυτικό, σε Ηρόδ. 2. γενικά, στρατιωτική δύναμη, λόχος, τάγμα, σε Πίνδ. II. = στρατεία, εκστρατεία, σε Αριστοφ., Θουκ.
- στρᾰτί-αρχος, ὁ, = στράταρχος, σε Ξεν.