Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "στρατηγός"

Βρέθηκε 1 λήμμα
στρᾰτηγός, Δωρ. στρατᾱγός, , I. αρχηγός ή διοικητής στρατεύματος, στρατηγός, σε Ηρόδ., Αττ.· γενικά, διοικητής, κυβερνήτης, σε Σοφ. II. 1. στην Αθήνα, ονομασία δέκα αξιωματούχων που εκλέγονταν ανά έτος προκειμένου να διοικήσουν τον στρατό και το ναυτικό και να ηγηθούν της πολεμικής προετοιμασίας, με επικεφαλής τον πολέμαρχο (πολέμαρχος), σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.· όταν διακρίνεται από τα ναύαρχος και ἵππαρχος, το στρατηγός δηλώνει τον διοικητή του πεζικού, σε Δημ. 2. ένας από τους ανώτατους άρχοντες διαφόρων ελληνικών πόλεων, σε Ηρόδ., Πολύβ. 3. στρατηγὸς ὕπατος ή στρατηγός μόνον, Ρωμαίος Ύπατος, σε Πολύβ.· στρατὸς ἑξαπέλεκυς, Ρωμαίος Πραίτωρ, στον ίδ.· επίσης, ένα από τα δύο μέλη της ρωμαϊκής διανδρίας (Λατ. duumviri), ανώτατος άρχοντας των ρωμαϊκών αποικιών, σε Κ.Δ. 4. αξιωματούχος που ήταν επιφορτισμένος με τη φύλαξη του Ναού της Ιερουσαλήμ, στο ίδ.