Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "στρατηγικός"

Βρέθηκε 1 λήμμα
στρᾰτηγικός, , -όν (στρατηγός), I. αυτός που ανήκει ή αρμόζει σε στρατηγό, σε Πλάτ.· ἡ -κή (ενν. τέχνη) = στρατηγία II, στον ίδ.· ομοίως, τὰ στρατηγικά, σε Ξεν. II. 1. λέγεται για πρόσωπα, αυτός που έχει ηγετικές ικανότητες, τις ικανότητες να γίνει στρατηγός, αυτός που έχει τη γνώση και την εμπειρία της στρατηγίας, στον ίδ. κ.λπ.· επίρρ., -κῶς, εὖ καὶ στρατηγικῶς, σε Αριστοφ. 2. στη Ρώμη, Πραιτωριανός, σε Στράβ.