Αποτελέσματα για: "στρατηγία"
Βρέθηκαν 2 λήμματα [1 - 2]
-
στρᾰτηγία, Ιων. -ίη, ἡ (στρατηγός)· I. 1. αξίωμα, τιμητική διάκριση ή θέση στρατηγού, διοίκηση στρατεύματος, σε Ηρόδ., Αττ.· λέγεται για διοίκηση ναυτικού, σε Ξεν. 2. το αξίωμα του στρατηγοῦ στην αρχαία Αθήνα, είδος υπουργού του πολέμου, σε Αριστοφ., Πλάτ.· στη Ρώμη, το αξίωμα του Πραίτορα, σε Πλούτ. 3. χρονική περίοδος κατά την οποία κάποιος είναι στρατηγός, σε Ξεν. II. χαρίσματα ή ικανότητες στρατηγού, στρατηγική ευφυΐα, δεινότητα, ικανότητα, στον ίδ.
-
στρᾰτηγιάω, εφετ. του στρατηγέω, επιθυμώ να καταλάβω το αξίωμα του στρατηγού, είμαι φιλοπόλεμος, επιθυμώ να διεξαγάγω πόλεμο, σε Ξεν., Δημ.