Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "στρέφω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
στρέφω, Επικ. παρατ. στρέψασκον, μέλ. στρέψω, αόρ. αʹ ἔστρεψα, Επικ. στρέψα· παρακ. ἔστροφαΜέσ., μέλ. στρέψομαι, αόρ. αʹ ἐστρεψάμην· Παθ. παρακ. ἔστραμμαι (με Μέσ. σημασία) — Παθ., μέλ. στρᾰφήσομαι, αόρ. αʹ ἐστρέφθην, Ιων. και Δωρ. ἐστράφθην, αόρ. βʹ ἐστράφην·
Α. I.
στρέφω εδώ κι εκεί ή προς ένα μέρος, στρέφω, περιστρέφω, γυρίζω, στρίβω, σε Όμηρ. κ.λπ.· στρέφω ἵππους, οδηγώ σε στροφή τα άλογα ή οδηγώ τα άλογα, σε Ομήρ. Ιλ.· στρέφω σάκος, σείω την ασπίδα, σε Σοφ. II. ἄνω καὶ κάτω στρέφω, στρέφω, γυρίζω πάνω κάτω, αναποδογυρίζω, ανακατεύω, σε Αισχύλ., Πλάτ.· ομοίως, κάτω στρέφω, σε Σοφ.· επίσης, στρέφειν μόνον, ανατρέπω, αναποδογυρίζω, σε Ευρ. III. 1. συστρέφω, στρίβω σχοινί, πλέκω, σε Ξεν. 2. μεταφ., λέγεται για πόνο, εξαρθρώνω, υποβάλλω σε βασανιστήρια, βασανίζω, σε Αριστοφ., Πλάτ. IV. συστρέφω, πλέκω, κλώθω, ἐστραμμένα, σε Ξεν.· γνέθω, κλώθω, σε Λουκ.V. μεταφ., στριφογυρίζω κάτι στο μυαλό μου, σκέφτομαι, τί στρέφω τάδε; σε Ευρ., Δημ. VI. στρέφω μακριά από τη σωστή πορεία, παρεκτρέπω, σφετερίζομαι ξένα χρήματα, καταχρώμαι, σε Λυσ. Β. Παθ. και Μέσ., I. 1. συστρέφομαι, περιστρέφομαι, στρέφομαι εδώ κι εκεί, στροφογυρνώ, σε Ομήρ. Ιλ.· ἔνθα καὶ ἔνθα στρέφεσθαι, λέγεται για κάποιον που στριφογυρίζει συνεχώς στο κρεβάτι του, στο ίδ. 2. στρέφομαι προς ή από κάτι, στρέφομαι προς τα πίσω, επιστρέφω, γυρίζω την πλάτη, στο ίδ., σε Σοφ.· στραφέντες ἔφευγον, σε Ξεν. 3. λέγεται για ουράνια σώματα, περιστρέφομαι κυκλικά, σε κυκλική τροχιά, σε Ομήρ. Οδ.· λέγεται για άτρακτο (ρόκα, όργανο για το γνέσιμο), σε Πλάτ. II. 1. περιστρέφομαι, συστρέφομαι, όπως ο παλαιστής που προσπαθεί να εξαπατήσει τον αντίπαλό του· ομοίως, σε συζήτηση ή επιχειρηματολογία, παρεκκλίνω, δολιχοδρομώ, προκαλώ σύγχυση, χρησιμοποιώ τεχνάσματα, μηχανορραφώ, χρονοτριβώ, τί ταῦτα στρέφεις; γιατί παρεκκλίνεις έτσι από το θέμα; σε Αριστοφ.· τί δῆτα ἔχων στρέφει; γιατί λοιπόν συνεχώς δολιχοδρομείς; σε Πλάτ.· πάσας στροφὰς στρέφεσθαι, χρησιμοποιώ κάθε είδους τεχνάσματα, στον ίδ. 2. μεταστρέφομαι και μεταβάλλομαι, σε Σοφ.· τοῦδὲ σοῦ ψόφου οὐκ ἂν στραφείην, δεν πρόκειται να στρέψω το βλέμμα μου όσο θόρυβο και να κάνεις, λόγω του θορύβου που κάνεις, στον ίδ. III. 1. στρέφομαι αποκλειστικά σε κάτι, προσκολλώμαι σ' αυτό, σε Ομήρ. Οδ.· μεταγεν., όπως το Λατ. versari, είμαι μονίμως απασχολημένος, σε Πλάτ. 2. γενικά, είμαι άφθονος, περιφέρομαι, συχνάζω, συναναστρέφομαι, σε Σοφ. 3. μτχ. ἐστραμμένος, , -ον, λέγεται για τόπους, ἐστρ. ἐπί, αυτός που βρίσκεται, κείται προς, σε Πολύβ. Γ. με αυστηρά Μέσ. σημασία, περιφέρω μαζί μου, λαμβάνω πίσω, ανακαλώ, σε Σοφ. Δ. αμτβ. στην Ενεργ. όπως η Παθ., περιστρέφομαι εδώ κι εκεί, σε Ομήρ. Ιλ.· λέγεται για στρατιώτες, κάνω στροφή ή μεταβολή, αλλάζω διεύθυνση, κατεύθυνση, σε Ξεν.