Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "στοῖχος"

Βρέθηκε 1 λήμμα
στοῖχος, (στείχω), I. σειρά, αράδα· στοῖχοι τῶν ἀναβαθμῶν, λέγεται για τη σειρά βαθμίδων, για την κλίμακα, σε Ηρόδ.· κατὰ στοῖχον, σε σειρά, κατά σειρά, σε Θουκ.· λέγεται για πλοία, παράταξη των πλοίων σε στήλες, ἐν στοίχοις τρισί, σε Αισχύλ.· επίσης λέγεται για στρατιώτες, γραμμή, παράταξη, σε Θουκ. II. σειρά πασσάλων όπου προσδένονταν τα κυνηγετικά δίχτυα, σε Ξεν.