LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "στοναχή"
- στονᾰχή, ἡ (στενάχω), στεναγμός, θρήνος, αναστεναγμός, σε Όμηρ., Ευρ.· στον πληθ., στεναγμοί, θρήνοι, οδυρμοί, σε Ομήρ. Ιλ., Σοφ.