Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "στοιχεῖον"

Βρέθηκε 1 λήμμα
στοιχεῖον, τό (στοῖχος), κανονικά, ένα από αυτά που αποτελούν σειρά· απ' όπου, I. στο ηλιακό ρολόι, η σκιά του γνώμονα που προχωρούσε από ώρα σε ώρα, σε Αριστοφ. II. 1. γενικά, μέρος μιας σειράς, στοιχειώδες φώνημα της γλώσσας, ήχος, φθόγγος, γράμμα, σε Πλάτ.· κατὰ στοιχεῖον, κατά τη σειρά των γραμμάτων του αλφαβήτου, αλφαβητικά, σε Ανθ. 2. στον πληθ., στοιχειώδη μέρη, τμήματα, σε Πλάτ. κ.λπ. 3. στοιχεία της γνώσης και των επιστημών, βάσεις, πρώτες γνώσεις, ἀρξάμενοι ἀπὸ τῶν στοιχείων, σε Ξεν.