Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "στοά"

Βρέθηκε 1 λήμμα
στοά ή στοιά, -ᾶς, , I. στεγασμένος τόπος όπου τη στέγη βαστάζουν κίονες, Ιταλ. piazza, χωριστό οικοδόμημα που αποτελούσε μέρος ναού, Λατ. porticus, σε Ηρόδ., Ξεν. II. στην Αθήνα, το όνομα αυτό δινόταν σε διάφορα δημόσια κτίρια· 1. αποθήκη, μαγαζί, αποθήκη σιτηρών, σε Αριστοφ. 2. ἡ βασίλειος ή ἡ τοῦ βασιλέως στοά, δικαστήριο όπου έδρευε ο ἄρχων βασιλεύς, στον ίδ., σε Πλάτ. 3. Ποικίλη (ζωγραφισμένη) Στοά, όπου δίδασκε ο Ζήνων ο Κιτιεύς, με αποτέλεσμα οι οπαδοί της φιλοσοφικής σχολής του να ονομαστούν οἱ ἐκ τῆς στοᾶς ή Στωικοί, σε Λουκ. III. υπόστεγο ή παράπηγμα για την προστασία των πολιορκουμένων, σε Πολύβ.