LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "στλεγγίς"
- στλεγγίς, -ίδος, ἡ, I. όργανο απόξεσης, ξυστρί, που χρησιμοποιείτο για να απομακρύνει από το δέρμα λάδι και σκόνη (γλοιός) μετά το λουτρό ή την άσκηση στην παλαίστρα, σε Πλάτ. κ.λπ. II. είδος τιάρας διακοσμημένης με μέταλλο, σε Ξεν. (αμφίβ. προέλ.).