Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "στιλπνός"

Βρέθηκε 1 λήμμα
στιλπνός, , -όν (στίλβω), αυτός που λάμπει, που αστράφτει, σε Ομήρ. Ιλ.