Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "στικτός"

Βρέθηκε 1 λήμμα
στικτός, , -όν, ρημ. επίθ. του στίζω, στιγματισμένος, αυτός που φέρει στίγματα, σημάδια από πυρακτωμένο αιχμηρό άκρο, σε Ανθ.· γενικά, κατάστικτος, ποικιλόχρωμος, σε Σοφ., Ευρ.· στικτὰ ὄμματα, λέγεται για τα εκατό μάτια του Άργου, σε Ευρ.