Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "στιγμή"

Βρέθηκε 1 λήμμα
στιγμή, (στίξω), = στίγμα, σημάδι από πυρακτωμένη βελόνα, στίγμα, σε Αριστ.· μεταφ., αιχμή, άκρο, σημείο αιχμής, σε Δημ.· ἐν στιγμῇ χρόνου, σε μια στιγμή, σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα, σε Κ.Δ.