LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "στιβαρός"
- στῐβᾰρός, -ά, -όν (στείβω), ισχυρός, δυνατός, ρωμαλέος, εύρωστος, σε Όμηρ., Ησίοδ.