Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "στεφανηφόρος"

Βρέθηκε 1 λήμμα
στεφᾰνη-φόρος, -ον (φέρω), I. αυτός που φοράει στέμμα ή στεφάνι, εστεμμένος, σε Ευρ.· στεφανηφόρος ἀγών = στεφανίτης ἀγών, σε Ηρόδ. II. τίτλος ορισμένων αρχόντων που είχαν το δικαίωμα να φορούν στεφάνι, όπως οι ἄρχοντες στην Αθήνα, σε Αισχίν.