Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "στεφάνη"

Βρέθηκαν 6 λήμματα [1 - 6]
στεφάνη[ᾰ], , (στέφω), οτιδήποτε περιβάλλει σε κύκλο το κεφάλι, είτε ως μέσο προστασίας είτε ως κόσμημα· I. 1. χείλος περικεφαλαίας, που προεξέχει προς τα πίσω όπως και προς τα εμπρός, σε Ομήρ. Ιλ. 2. τμήμα γυναικείου κεφαλόδεσμου, διάδημα, στέμμα, στο ίδ., σε Ησίοδ. κ.λπ.· μεταφ. λέγεται για πόλη, ἀπὸ στεφάναν κέκαρσαι πύργων, έχουν «κουρευτεί», γκρεμιστεί οι κορυφές των πύργων σου, σε Ευρ. II. χείλος ή άκρη οποιουδήποτε πράγματος, χείλος βουνού ή γκρεμού, σε Ομήρ. Ιλ.· λέγεται για καλάθι, σε Μόσχ.
στεφᾰνηπλόκια, τά, τόπος όπου πλέκονται ή πωλούνται στεφάνια, σε Ανθ.
στεφᾰνη-πλόκος, -ον (πλέκω), αυτός που πλέκει καλάθια, καλαθοπλέκτης, σε Πλούτ.
στεφᾰνηφορέω, Δωρ. στεφανᾱφ-, μέλ. -ήσω, φορώ στεφάνι, σε Ευρ., Δημ.
στεφᾰνηφορία, Δωρ. στεφανᾱφ-, , το να φοράει κάποιος στεφάνι στο κεφάλι του, ιδίως στεφάνι νίκης, σε Πίνδ., Ευρ. II. δικαίωμα, προνόμιο του να φοράει κάποιος στεφάνι, σε Δημ.
στεφᾰνη-φόρος, -ον (φέρω), I. αυτός που φοράει στέμμα ή στεφάνι, εστεμμένος, σε Ευρ.· στεφανηφόρος ἀγών = στεφανίτης ἀγών, σε Ηρόδ. II. τίτλος ορισμένων αρχόντων που είχαν το δικαίωμα να φορούν στεφάνι, όπως οι ἄρχοντες στην Αθήνα, σε Αισχίν.