LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "στερεός"
- στερεός, -ά, -όν, I. 1. ακίνητος, άκαμπτος, σκληρός, σταθερός, συμπαγής, σε Όμηρ. κ.λπ.· αἰχμὴ στερεὴ πᾶσα χρυσέη, ολόκληρη από ατόφιο, συμπαγές χρυσάφι, σε Ηρόδ.· επίρρ., -εῶς, σταθερά, σθεναρά, σκληρά, αλύγιστα, σε Όμηρ. κ.λπ. 2. μεταφ., άκαμπτος, πεισματάρης, ισχυρογνώμων, τραχύς, σκληροτράχηλος, ανάλγητος, στον ίδ. κ.λπ.· επίσης παρόμοια χρήση του επιρρ., στον ίδ. II. στερεὸς ἀριθμός, κυβικός αριθμός που παριστά τρισδιάστατα σώματα στη γεωμετρία, σε Αριστοφ.