Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "στενόχωρος"

Βρέθηκε 1 λήμμα
στενό-χωρος, -ον, αυτός που έχει περιορισμένο χώρο, στενός, στριμωγμένος.