LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "στενότης"
- στενότης, Ιων. στειν-, -ητος, ἡ (στένος), στενότητα, στένεμα, δυσχέρεια, σε Ηρόδ., Θουκ.