Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "στενός"

Βρέθηκαν 3 λήμματα [1 - 3]
στενός, Ιων. στεινός, , -όν (στένωI. 1. στενός περιορισμένος, με μικρό πλάτος, δύσκολος, δυσχερής, σε Ηρόδ., Ευρ. κ.λπ.· ἐν στενῷ, Ιων. στεινῷ, σε στενή περιοχή, σε Ηρόδ., Αισχύλ. 2. ως ουσ., τὰ στενά, στενή διάβαση, τὰ στενὰ λέγεται για πέρασμα, σε Ηρόδ.· λέγεται για θάλασσα, σε Θουκ.· επίσης, ἡ στενή, στενή λωρίδα γης, στον ίδ. II. μεταφ.· 1. στενός, περίκλειστος, περιορισμένος· απειληθῆναι ἐς στενόν, στριμώχνομαι στη γωνία, σε Ηρόδ.· εἰς στενὸν κατακτῆναι, σε Δημ. 2. λιγοστός, λίγος, ελάχιστος, μηδαμινός, σε Πλάτ. Από τους αρχ. Ιων. τύπους στεινότερος, -ότατος, προέρχονται οι ανώμ. Αττ. στενότερος, -ότατος· αλλά και το ομαλό στενώτερος επίσης.
στένος, -εος, τό, πρβλ. Ιων. στεῖνος.
στενό-στομος, -ον (στόμα), αυτός που έχει στενό στόμα ή στόμιο, σε Στράβ.