LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "στενωπός"
- στεν-ωπός, Ιων. στειν-ωπός, -όν (στενός, ὤψ)· I. αυτός που φαίνεται στενός, δυσχερής, περιορισμένος, σε Ομήρ. Ιλ. II. ως ουσ., στενωπὸς (ενν. ὁδός), ἡ, στενό πέρασμα ή στενός δρόμος, στενό, στενάκι, σοκάκι, σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ.