LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "στενοχωρία"
- στενοχωρία, ἡ, στενότητα χώρου, περιορισμένος χώρος, έλλειψη χώρου, στενοτοπιά, σε Θουκ. κ.λπ.· μεταφ., ἡ στενότης τοῦ ποταμοῦ, δυσκολία στη διάβαση ενός ποταμού, σε Ξεν.