Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "στεγνός"

Βρέθηκε 1 λήμμα
στεγνός, , -όν, 1. συνηρ. από το στεγανός, αδιαπέραστος, αδιάβροχος, σε Ηρόδ.· στεγνὰ οἰκήματα, λέγεται για σπήλαιο, σε Ευρ. 2. ως ουσ., στεγνόν, τό, κατοικία που διαθέτει σκεπή, σε Ξεν.