Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "στεγανός"

Βρέθηκε 1 λήμμα
στεγᾰνός, , -όν (στέγωI. 1. αυτός που καλύπτεται με τέτοιο τρόπο ώστε να κρατάει μακριά το νερό, αδιαπέραστος από το νερό, αδιάβροχος, σε Ξεν., Ανθ. 2. γενικά, αυτός που καλύπτει, που περικλείει, που περιορίζει, λέγεται για το δίχτυ, σε Αισχύλ. II. 1. αυτός που έχει σκεπαστεί καλά, λευκῆς χιόνος πτέρυγι στεγανός, λέγεται για τον Πολυνείκη, που παριστανόταν ως αετός καλυμμένος με τη λευκή Αργεία ασπίδα του (βλ. λεύκασπις), σε Σοφ.· λέγεται για οίκημα, αυτός που έχει στέγη, στεγασμένος, σε Θουκ. 2. μεταφ., τὸ οὐ στεγανόν, διαρροή, σε Πλάτ. III. επίρρ., -νῶς, με περιορισμένο τρόπο, πυκνά, σφιχτά, ερμητικά, με διοχέτευση μέσω σωλήνα, σε Θουκ.