Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "στείβω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
στείβω, Επικ. παρατ. στεῖβον, μέλ. -ψω, αόρ. αʹ ἔστειψα· I. 1. ποδοπατώ, καταπατώ, τσαλαπατώ, σε Όμηρ. 2. με σύστ. αιτ., πατώ ή βαδίζω σε έναν δρόμο, σε Ευρ.· επίσης, χορούς στείβειν, κινώ ρυθμικά τα πόδια μου χορεύοντας, στο ίδ. 3. απόλ., πατώ, βαδίζω. II. καταπατώ, στην Παθ., σε Θεόκρ.· αἱ στειβόμεναι ὁδοί, οι δρόμοι που έχουν πατηθεί, σε Ξεν.