LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "σταυρός"
- σταυρός, ὁ (στῆναι), I. όρθιος πάσσαλος, παλούκι ή μακρύ ξύλο, σε Όμηρ. κ.λπ.· λέγεται για στερεωμένα στο έδαφος δοκάρια που χρησιμεύουν ως θεμέλια, σε Ηρόδ. II. ο Σταυρός στον οποίο σταυρώθηκε ο Ιησούς, σε Κ.Δ.· το σχήμα του αναπαριστανόταν από το ελληνικό γράμμα Τ, σε Λουκ.

