Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "σταθμός"

Βρέθηκε 1 λήμμα
σταθμός, , πληθ. σταθμοί, αλλά στην Αττ. επίσης σταθμὰ (στῆναιI. 1. κατάλυμα που προορίζεται για την παραμονή ζώων, Λατ. stabulum, στάβλος, στάνη, μαντρί, σε Ομήρ. Ιλ.· χοιροστάσιο, σε Ομήρ. Οδ.· λέγεται για ανθρώπους, κατοικία, τόπος διαμονής, σε Ησίοδ., Σοφ. 2. παραπήγματα, καταλύματα για ταξιδιώτες ή στρατιώτες, Λατ. statio, σε Ξεν. 3. στην Περσία, σταθμοί ονομάζονταν οικήματα κατά μήκος της βασιλικής οδού, όπου αναπαυόταν ο βασιλιάς κατά τις περιοδείες του, σε Ηρόδ.· απ' όπου, διαδρομή ή πορεία που διαρκεί μία ημέρα, που ισοδυναμούσε περίπου με πέντε παρασάγγες ή δεκαπέντε μίλια, στον ίδ., σε Ξεν. 4. όπως το Λατ. statio, σταθμός για τα πλοία, ναύσταθμος, σε Ευρ. II. ο όρθιος στύλος, δοκάρι που υποβαστάζει τη στέγη, κολόνα, σε Ομήρ. Οδ.· παραστάδα της πόρτας, ιδίως στον πληθ., σε Όμηρ., Αττ. III. 1. ζυγαριά, σε Αριστοφ., Ομήρ. Ιλ.· ἱστᾶσι σταθμῷ τι πρός τι, ζυγίζω κάτι σε σχέση με κάτι άλλο, σε Ηρόδ. 2. βάρος, βαρίδι, ζύγι· σταθμὸν ἔχειν τάλαντον, ζυγίζω ένα τάλαντο, σε Ηρόδ.· απόλ. σε αιτ., ἴσασταθμόν, ισοδύναμα ως προς το βάρος, στο ίδ.· ἡμιπλίνθια σταθμὸν διτάλαντα, κατά το βάρος ίσοι με δύο τάλαντα, στον ίδ.· στον πληθ., ζύγια, βάρη, σε Ευρ. κ.λπ.