LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "σταθερός"
- στᾰθερός, -ά, Ιων. -ή, -όν (στῆναι)· 1. αυτός που μένει στερεός, αμετακίνητος, ασάλευτος· ἡ σταθερή (ενν. γῆ), στερεή γη, Λατ. terra firma, σε Ανθ.· λέγεται για τη θάλασσα, ήσυχη, ακύμαντη, γαλήνια, στο ίδ. 2. σταθερὰ μεσημβρία, ακριβώς το μεσημέρι, όταν ο ήλιος μοιάζει να στέκεται ακίνητος στον μεσημβρινό κύκλο, σε Πλάτ. 3. μεταφ., αμετάβλητος στις αρχές του, σώφρων, συνετός, σε Ανθ.