Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "στίζω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
στίζω, μέλ. στίξω, αόρ. αʹ ἔστιξαΠαθ., παρακ. ἔστιγμαι (√ΣΤΙΓ, πρβλ. ἔ-στιγ-μαι, στιγ-μή κ.λπ.1. σημαδεύω με αιχμηρό όργανο, με εργαλείο που έχει οξεία απόληξη, δημιουργώ σχήματα ή εικόνες στο σώμα με πυρακτωμένη βελόνα, κάνω τατουάζ, σε Ηρόδ., Ξεν. 2. στιγματίζω, σημαδεύω κάποιον ώστε να φέρει σημάδι ως ένδειξη καταισχύνης, σε Ηρόδ., Αριστοφ.· ἔστιζον στίγματα βασιλήϊα, τους σημάδευαν με τα βασιλικά χαρακτηριστικά στίγματα, διακριτικά σημάδια, σε Ηρόδ.· ιδίως λέγεται για φυγάδες, δούλους ή κακοποιούς, δραπέτης ἐστιγμένος, σε Αριστοφ. 3. με διπλή αιτ., στίγματα στίζειν τινά, σημαδεύω, στιγματίζω κάποιον με ένα χαρακτηριστικό σημάδι, σε Ηρόδ. 4. μεταφ., βακτηρίᾳ στίζω, κάνω κάποιον μαύρο στο ξύλο, σε Αριστοφ. 5. σημειώνω στο κείμενο τελεία στιγμή, βάζω τελεία, Λατ. interpungere, σε Ανθ.