Αποτελέσματα για: "στίγμα"
Βρέθηκαν 4 λήμματα [1 - 4]
-
στίγμα, -ατος, τό (στίζω), σημάδι που δημιουργείται από πυρακτωμένη βελόνα ή εργαλείο με οξεία απόληξη, τατουάζ, σημάδεμα, σε Ηρόδ., Κ.Δ.
-
στιγμᾰτηφορέω, μέλ. -ήσω, φέρω σημάδια από πυρακτωμένη βελόνα ή εργαλείο με οξεία απόληξη, έχω τατουάζ, σε Λουκ.
-
στιγμᾰτη-φόρος, -ον (φέρω), αυτός που φέρει στίγματα από πυρακτωμένη βελόνα ή άλλο όργανο με οξεία απόληξη, διάστικτος.
-
στιγμᾰτίας, -ου, Ιων. -ίης, -εω, ὁ, αυτός που φέρει στίγματα από βελόνα, στιγματισμένος (σημαδεμένος), ώστε να αναγνωρίζεται· κακοποιός, φυγάδας σκλάβος που έχει σημαδευτεί, ώστε να αναγνωρίζεται και να τιμωρείται, σε Ξεν. κ.λπ.