Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "στέφανος"

Βρέθηκε 1 λήμμα
στέφᾰνος, (στέφω), I. κανονικά, αυτός που περικλείει, που περιβάλλει· στέφανος πολέμοιο, πλήθος που μάχεται σχηματίζοντας κύκλο, σε Ομήρ. Ιλ.· λέγεται για το τείχος που περιβάλλει την πόλη, σε Πίνδ.· καλλίπαις στέφανος, κύκλος που απαρτίζουν όμορφα παιδιά, σε Ευρ. II. 1. στέμμα, στεφάνι, γιρλάντα, σε Ησίοδ. κ.λπ.· ιδίως σε δημοσίους αθλητικούς αγώνες, στεφάνι νίκης, σε Πίνδ., Ηρόδ. κ.λπ.· τα στεφάνια αυτά που δίνονταν ως έπαθλα φτιάχνονταν συνήθως από φύλλα ελιάς (κότινος) στους Ολυμπιακούς αγώνες, δάφνης (δάφνη) στα Πύθια, σέλινον (σέλινον) στα Νέμεα, κισσού ή πεύκου (κισσός ή πίτυς) στα Ίσθμια. 2. γενικά, βραβείο νίκης, έπαθλο, νίκη, όπως το Λατ. palma, σε Σοφ.· στέφανον προτιθέναι, θέτω, προτείνω έπαθλο, σε Θουκ. 3. γενικά, στέμμα δόξας, τιμή, δόξα, σε Επιγρ. παρ' Ηροδ.· στέμμα ως έμβλημα εξουσίας, αξιώματος ή κοινωνικής διάκρισης, σε Δημ.