LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "στέρνον"
- στέρνον, τό, 1. στήθος, μπροστινό μέρος του θώρακα, τόσο σε ενικ. όσο και σε πληθ. 2. στήθος ως έδρα των συναισθημάτων και των διαθέσεων, καρδιά, σε Τραγ.