Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "στέρησις"

Βρέθηκε 1 λήμμα
στέρησις, (στερεύω), αποστέρηση, αφαίρεση, απογύμνωση από κάτι, σε Θουκ.· απόλ., άρνηση ρητορική, στέρηση, σε Αριστ.