Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "στέλλω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
στέλλω, μέλ. στελῶ, Επικ. στελέω· αόρ. αʹ ἔστειλα, Επικ. στεῖλα· παρακ. ἔσταλκαΜέσ., αόρ. αʹ ἐστειλάμηνΠαθ., μέλ. στᾰλήσομαι, παρακ. ἔσταλμαι, υπερσ. ἐστάλμην, Επικ. γʹ πληθ. ἐστάλατο, Ιων. ἐσταλάδατο· θέτω σε τάξη, τακτοποιώ, εφοδιάζω, ετοιμάζω, σε Όμηρ., Ηρόδ., Αττ.· επίσης, στέλλειν τινὰ ἐσθῆτι, εφοδιάζω μ' ένα ένδυμα, σε Ηρόδ.· ομοίως, με διπλή αιτ., στολὴν στέλλω τινά, σε Ευρ.Μέσ., στείλασθαι πέπλους, φορώ ενδύματα, φορέματα, στον ίδ.· μεταφ., ἐπὶθήρας πόθον ἐστέλλου, έβαλες στην καρδιά σου τον πόθο για το κυνήγι, στον ίδ.Παθ., προπαρασκευάζομαι, ετοιμάζομαι, προετοιμάζονται, εξοπλίζομαι, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ.· στολὴν ἐσταλμένος, εφοδιασμένος με ένα φόρεμα, σε Ηρόδ.· ἐσταλμένος ἐπὶ πόλεμον, σε Ξεν.· μεταφ., ἐπὶ τυραννίδ' ἐστάλης, σε Αριστοφ. II. 1. αποστέλλω σε εκστρατεία, και, γενικά, αποστέλλω, στέλνω, σε Αισχύλ., Σοφ.Παθ., προετοιμάζομαι για εκστρατεία, ξεκινώ, αναχωρώ, σε Ηρόδ.· και σε Παθ. αόρ. βʹ, αναχωρώ, είμαι καθ' οδόν, στον ίδ.· με σύστ. αιτ., ὁδὸν στέλλεσθαι, σε Σοφ.· στέλλου, τσακίσου! φύγε! σε Αισχύλ. 2. στην Αττ. η Ενεργ. έχει ορισμένες φορές την αμτβ. σημασία της Παθ., όπως το Λατ. trajicere, ετοιμάζομαι να αναχωρήσω, ξεκινώ, αναχωρώ, όπου μπορεί να συμπληρωθεί με το στόλον· ἔστειλλε ἐς ἀποικίην, σε Ηρόδ. κ.λπ.· αντίστροφα, ἡ ὁδὸς ἐς Κόρινθον στέλλει, οδηγεί στην Κόρινθο, σε Λουκ. III. Μέσ. με τη σημασία του μεταπέμπτομαι, στέλνω και προσκαλώ, στέλνω και διαμηνύω, σε Σοφ.· επίσης, πηγαίνω να φέρω, φέρνω κάποιον σε κάποιον τόπο, στον ίδ. IV.συνάγω, συναθροίζω, συγκεντρώνω, ἱστία στεῖλαν, συνέστειλαν, σήκωσαν, μάζεψαν τα πανιά του πλοίου, σε Ομήρ. Ιλ.· χιτῶνας ἐστάλατο, ανασήκωσαν τα ρούχα τους, ανασκουμπώθηκαν για να δουλέψουν, σε Ησίοδ. 2. στη Μέσ. επίσης, αυτολογοκρίνομαι, αποσιωπώ, λόγον στέλλεσθαι, μασάω τα λόγια μου, δηλ. δεν λέω όλη την αλήθεια, σε Ευρ. 3. επίσης στη Μέσ., απέχω από κάτι, το αποφεύγω, σε Κ.Δ.