Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "στέγη"

Βρέθηκε 1 λήμμα
στέγη, (στέγωI. σκεπή, ταβάνι, Λατ. tectum, σε Ηρόδ., Αισχύλ., Ξεν. κ.λπ. II. 1. στεγασμένος τόπος, δώμα, δωμάτιο, σε Ηρόδ., Ξεν. κ.λπ.· ἕρκειος στέγη, λέγεται για σκηνή, σε Σοφ.· ἐκ κατώρυχος στέγη, λέγεται για τάφο, στον ίδ. 2. συχνά στον πληθ., όπως το Λατ. tecta, σπίτι, τόπος διαμονής, σε Αισχύλ.· κατὰστέγας, στο σπίτι, κατοικία, κατ' οίκον, σε Σοφ.