Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "στέαρ"

Βρέθηκε 1 λήμμα
στέᾰρ, τό, γεν. στέατος (ως τροχαίος, δηλ. η γεν. λογίζεται ως δισύλλαβη μέσω συνίζησης), (πιθ. από √ΣΤΑ του ἵ-στη-μι)· σκληρό λίπος, πάχος, ξύγκι, Λατ. sebum, αντίθ. προς το πιμελή, Λατ. adeps, μαλακό λίπος, σε Ομήρ. Οδ., Ξεν.