LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "στάχυς"
- στάχῡς[ᾰ], -υος, ὁ, Επικ. δοτ. πληθ. σταχύεσσι· Αττ. αιτ. στάχῡς· 1. στάχυ σιταριού, Λατ. spica, σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ. κ.λπ.· μεταφ., στάχυς ἄτης, σε Αισχύλ.· λέγεται για τους Σπαρτούς (Σπαρτοί) της Θήβας, σε Ευρ. 2. γενικά, νεοσσός, τέκνο, απόγονοι, σε Ανθ.