Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "στάσις"

Βρέθηκε 1 λήμμα
στάσις[ᾰ], -εως, (στῆναι), I. 1. το να στέκεται κάποιος, τρόπος με τον οποίο στέκεται, τοποθέτηση, στήσιμο, σε Αισχύλ., Πλάτ. 2. θέση, τοποθέτηση, στήσιμο, στάθμευση, ακινησία, σε Ηρόδ., Ευρ.· τῆςστάσεως παρασύρων τὰς δρῦς, ξεριζώνοντας τις βελανιδιές από το έδαφος, σε Αριστοφ. 3. το σημείο του ορίζοντα όπως απεικονίζεται στην πυξίδα, ἡ στάσις τῆς μεσημβρίης, σε Ηρόδ. 4. κοινωνική θέση, επιφάνεια, τάξη, κατάσταση ενός ανθρώπου, Λατ. status, σε Πλάτ. II. πολιτική παράταξη, κόμμα, φατρία, συμμορία, σε Αισχύλ.· σέκτα, κλειστή ομάδα από φιλοσόφους, σε Πλούτ. III. ιδίως πολιτική μερίδα που σχηματίστηκε με επαναστατικούς σκοπούς, φράξια, φατρία, σε Σόλων., Ηρόδ., Αττ. 2. πολιτική εξέγερση, πραξικόπημα, επανάσταση, διχόνοια, σε Ηρόδ., Αττ.· στάσιν ποιεῖσθαι, σε Ισοκρ.· πόλιν εἰς στάσιν ἐμβάλλειν, σε Ξεν.