Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "στάσιμος"

Βρέθηκε 1 λήμμα
στάσιμος, -ον (στάσις),· I. 1. σταθερός, ακίνητος· λέγεται για νερό, στάσιμο, ελώδες, σε Ξεν. 2. σταθερός, αμετακίνητος, συμπαγής, ευσταθής, στερεός, σε Πλάτ.· λέγεται για ανθρώπους, ευσταθής, σταθερός, ακλόνητος, αμετακίνητος, Λατ. constans, στον ίδ.· ομοίως για μουσική, σε Αριστ. II. στάσιμον (με ή χωρίς το μέλος), στην Τραγωδία, συνεχές —χωρίς διακοπή από διαλόγους— άσμα που έψαλλε ο Χορός, που πιθ. ονομάστηκε έτσι επειδή ερμηνευόταν μόλις ο Χορός είχε λάβει τη θέση του (στάσις) στην ορχήστρα.