Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "στάθμη"

Βρέθηκαν 2 λήμματα [1 - 2]
στάθμη, (στῆναι), I. σχοινί ή χάρακας, αλφάδι, γνώμονας με τα οποία μετράει και υπολογίζει ο ξυλουργός, σε Όμηρ., Θέογν.· κανονικά, σπάγκος σημειωμένος με κιμωλία, που διέφερε από τον χάρακα (κανών), σε Ξεν. κ.λπ.· παροιμ., παρὰ στάθμην, ακριβώς, δίκαια, κατά κανόνα, Λατ. ad amussim, σε Θέογν.· αλλά σε Αισχύλ., παρὰστάθμην, πέρα από τον κανόνα, πέρα από το μέτρο, άδικα· κατὰστάθμην νοεῖν, υπολογίζω ορθά, σε Θεόκρ. II. σχοινί χτιστών που έφερε στην άκρη του ένα βαρίδι από μολύβι, για να καθορίζει την καθετότητα, νήμα της στάθμης, νήμα της καθέτου, σε Ανθ. III. χαραγμένη γραμμή που έθετε το όριο στους αγώνες δρόμου, τέρμα, Λατ. meta, σε Πίνδ., Ευρ. IV. μεταφ., νόμος, κανόνας, αρχές· Ὑλλίδος στάθμας ἐν νόμοις, δηλ. σύμφωνα με τους νόμους της Δωρικής αρχής, σε Πίνδ.
σταθμητός, , -όν (σταθμάω), αυτός τον οποίο μπορεί να μετρήσει, να ζυγίσει, να προβλέψει κάποιος, σε Πλάτ.