Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "στάζω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
στάζω, μέλ. στάξω, Δωρ. αʹ πληθ. σταξεῦμες· αόρ. αʹ ἔσταξα, Επικ. στάξα· I. λέγεται για πρόσωπα· 1. με αιτ. πράγμ., σταλάζω, αφήνω να στάξει ή να πέσει σταγόνα-σταγόνα, σε Ομήρ. Ιλ., Αισχύλ. κ.λπ. 2. με δοτ. πράγμ., αἵματι, στάζω, σταλάζω αίμα, σε Αισχύλ.· στάζων ἱδρῶτι, σε Σοφ.· σπάνια με γεν., στον ίδ. II. αμτβ., λέγεται για πράγματα, σταλάζω, πέφτω σε σταγόνες, στάζω, ρέω στάλα-στάλα, σε Ηρόδ., Σοφ., Ευρ.· μεταφ. στάζει ἐν ὕπνῳ πόνος, σε Αισχύλ.