Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "σπόρος"

Βρέθηκε 1 λήμμα
σπόρος, (σπείρω), I. 1. πράξη, ενέργεια της σποράς, σπορά, σε Ηρόδ., Ξεν. κ.λπ. 2. εποχή σποράς, σε Ξεν., Θεόκρ. II. 1. σπόρος, σε Θεόκρ. 2. παραγωγή, γέννημα, καρποί, συγκομιδή, σοδειά, σε Ηρόδ., Σοφ.