Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "σπουδαῖος"

Βρέθηκε 1 λήμμα
σπουδαῖος, , -ον (σπουδή), I. 1. λέγεται για πρόσωπα, σοβαρός, αυτός που φέρεται με σπουδαιότητα, σε Ξεν.· ενεργητικός, ένθερμος, ζηλωτής, σε Πλούτ. 2. καλός, χρηστός, αυτός που υπερέχει στο είδος του ή στο επάγγελμά του, σε Ηρόδ., Πλάτ.· σπουδαῖος τὴν τέχνην, σε Ξεν. 3. λέγεται για άντρες που έχουν ιδιαίτερη προσωπικότητα και σπουδαιότητα, στον ίδ. 4. με ηθική έννοια, καλός, χρηστός, δίκαιος, ηθικός, αγαθός, σε αντίθ. προς το πονηρός, στον ίδ. II. 1. λέγεται για πράγματα, αυτός που αξίζει την προσοχή κάποιου, αξιόλογος, αξιοσημείωτος, σοβαρός, σημαντικός, σε Θέογν., Ηρόδ., Αττ. 2. καλός στο είδος του, αυτός που υπερέχει, σε Ηρόδ. κ.λπ. III. επίρρ., σπουδαίως, σοβαρά, επιμελώς, σε βάθος, με σπουδαιότητα, καλά, σε Ξεν. κ.λπ.· συγκρ. -ότερον, στον ίδ.· υπερθ. -ότατα, πολύ προσεκτικά, με τον καλύτερο δυνατό τρόπο, σε Ηρόδ. Υπάρχουν επίσης ανώμ. συγκρ. και υπερθ. σπουδαι-έστερος, -έστατος.