LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "σπουδαρχίδης"
- σπουδαρχίδης, -ου, ὁ, κωμ. πατρωνυμ. του σπουδάρχης, γιος του θεσιθήρα, μικρός θεσιθήρας, σε Αριστοφ.

