Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "σπουδή"

Βρέθηκε 1 λήμμα
σπουδή, (σπεύδω), I. βιασύνη ή ταχύτητα, σε Ηρόδ. κ.λπ.· ὅκως σπουδῆς ἔχει τις, ανάλογα με την ταχύτητα, ορμή που θα επιδείξει κάποιος, στον ίδ. II. ζήλος, μόχθος, κόπος, προσπάθεια, αδημονία, σε Ομήρ. Οδ., Αττ.· σπουδὴν ποιεῖσθαι, με απαρ., μοχθώ να κάνω κάτι, αγωνίζομαι, κοπιάζω, σε Ηρόδ.· με γεν., σπουδήν τινος ποιήσασθαι, επιδεικνύω μεγάλη προθυμία για κάτι, προθυμοποιούμαι, φιλοτιμούμαι, στον ίδ.· ομοίως, σπουδὴν ἔχειν τινός ή εἴς τι, σε Ευρ.· σπουδῇ ὅπλων, με μεγάλη επιμέλεια, φροντίδα, μέριμνα, στα όπλα, σε Θουκ.· στον πληθ., επίμονες προσπάθειες, σε Ηρόδ., Ευρ.· επίσης, φατριαστικά αισθήματα, αντιζηλίες, αντιπαλότητες, σε Ηρόδ., Αριστοφ. III. 1. ζήλος, προθυμία, σοβαρότητα, σε Ευρ. κ.λπ. 2. το αντικείμενο της προσοχής, σοβαρή ενασχόληση, σε Ευρ. IV. δοτ. σπουδῇ ως επίρρ.· 1. με βιασύνη, βιαστικά, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ., Αττ. 2. με μεγάλη προσπάθεια, με δυσκολία, μόλις και, σχεδόν, σπανίως, σε Όμηρ. 3. με προθυμία, με σοβαρότητα, επειγόντως, σε Ομήρ. Ιλ.· μετὰ σπονδῆς, σε Ξεν.