Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "σπουδάζω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
σπουδάζω, μέλ. -άσομαι, αόρ. αʹ ἐσπούδασα, παρακ. ἐσπούδακαΠαθ., αόρ. αʹ ἐσπουδάσθην, παρακ. ἐσπούδασμαι· I. αμτβ., σπεύδω, επείγομαι· 1. λέγεται για πράγματα, είμαι απασχολημένος, καταγίνομαι, ασχολούμαι, είμαι πρόθυμος, επιμελούμαι, διακατέχομαι από ζήλο, επιδεικνύω θέρμη να κάνω κάτι, με απαρ., σε Σοφ. κ.λπ.· επίσης, σπουδάζω περί τινος ή τι, σε Ξεν., Πλάτ.· εἴς ή πρός τι, σε Δημ.· ἐπί τινι, σε Ξεν. 2. λέγεται για πρόσωπα, σπουδάζω πρός τινα, είμαι απασχολημένος με κάποιον, σε Πλάτ.· σπουδάζω περί τινα, είμαι ανήσυχος, ενδιαφέρομαι για την επιτυχία του, ενεργώ για χάρη κάποιου, σε Ξεν.· ὑπέρ τινος, σε Δημ. 3. απόλ. είμαι σπουδαίος, σοβαρός, σε Αριστοφ. κ.λπ.· ἐσπουδακότι προσώπῳ, έχοντας σοβαρή έκφραση, σε Ξεν. II. μτβ.· 1. με αιτ. πράγμ., κάνω οτιδήποτε βιαστικά ή πρόθυμα, προθυμοποιούμαι, φιλοτιμούμαι, σε Ευρ., Πλάτ. κ.λπ.Παθ., επιδιώκομαι με ζήλο, σε Ευρ. κ.λπ.· ιδίως, σε μτχ. παρακ., σοβαρός, σημαντικός, σε Πλάτ. κ.λπ. 2. Παθ., λέγεται επίσης, για πρόσωπα, αντιμετωπίζομαι με σεβασμό, είμαι σεβαστός, σε Αριστ. κ.λπ.