LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "σποραδικός"
- σπορᾰδικός, -ή, -όν, διασκορπισμένος, διάσπαρτος· τὰ σποραδικὰ ζῷα, αντίθ. προς τὰ ἀγελαῖα (αυτά που πηγαίνουν κοπαδιαστά), σε Αριστ.

