Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "σπορά"

Βρέθηκαν 5 λήμματα [1 - 5]
σπορά, (σπείρω), I. 1. σπορά, σε Πλάτ.· λέγεται για παιδιά, γενιά, καταγωγή, γόνος, σπόρος, σε Αισχύλ., Σοφ. 2. καιρός σποράς, σε Ευρ. II. σπόρος που έχει σπαρεί, στον ίδ.· λέγεται για πρόσωπα, γενιά, απόγονοι, σε Σοφ.· γενικά, θῆλυς σπορά, θηλυκό γένος, σε Ευρ.
σποράδην[ᾰ], επίρρ., σποραδικά, εδώ κι εκεί, σκόρπια, Λατ. sparsim, σε Θουκ., Πλάτ.· περιστασιακά, τυχαία, συμπτωματικά, σε Ανθ.
σπορᾰδικός, , -όν, διασκορπισμένος, διάσπαρτος· τὰ σποραδικὰ ζῷα, αντίθ. προς τὰ ἀγελαῖα (αυτά που πηγαίνουν κοπαδιαστά), σε Αριστ.
σποραῖος, , -ον, = σπόριμος· σποραῖα, τά, σπόροι, σε Βάβρ.
σποράς, -άδος, , (σπείρω), κατά κανόνα στον πληθ., διασκορπισμένος, διεσπαρμένος, διάσπαρτος, σκόρπιος, σε Ηρόδ., Θουκ.· λέγεται για ανθρώπους, σποράδες ᾤκουν, δηλ. όχι σε κοινότητες, σε Αριστ.· αἱ Σποράδες (ενν. νῆσοι), νησιά απέναντι από τη δυτική ακτή της Μικράς Ασίας, σε αντίθ. προς το αἱ Κυκλάδες, σε Στράβ.