Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "σπονδή"

Βρέθηκε 1 λήμμα
σπονδή, (σπένδω),· I. προσφορά ποτού, δηλ. κρασί που έχυναν πριν πιουν οι αρχαίοι προς τιμή των θεών, Λατ. libatio, σε Ησίοδ., Ηρόδ.· σπονδὰς θεοῖς λείβειν, σπένδειν, σε Αισχύλ., Ευρ. II. 1. στον πληθ. οι σπονδαὶ ήταν επίσημη συνθήκη ή εκεχειρία (διότι οι επίσημες προσφορές ποτού γίνονταν με την επίτευξη των συνθηκών)· σπονδαὶ ἄκρητοι, συνθήκη που επικυρώνεται χύνοντας κρασί που δεν ήταν αναμεμειγμένο με νερό, σε Ομήρ. Ιλ.· αἱ Λακεδαιμονίων σπονδαί, η ανακωχή μ' αυτούς, σε Θουκ.· σπονδὰς παραδιδόναι, σε Αριστοφ.· δέχεσθαι, σε Θουκ.· τυχεῖν, σε Ξεν.· σπονδὰς ποιεῖσθαί τινι, συνάπτω συνθήκη με κάποιον, σε Ηρόδ.· πρός τινα, σε Αριστοφ.· σπονδὰς τέμνειν (όπως το ὅρκια τέμνειν), σε Ευρ.· σπονδὰς ἄγειν πρός τινας, σε Θουκ. 2. αἱ Ὀλυμπικαὶ σπονδαί, επίσημη ανακωχή ή εκεχειρία κατά τη διάρκεια των Ολυμπιακών Αγώνων, στον ίδ. 3. ανακωχή καθ' εαυτήν, το κείμενό της, εἴρηται ἐν ταῖς σπονδαῖς, στον ίδ.