Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "σποδός"

Βρέθηκε 1 λήμμα
σποδός, , I. στάχτη από καμμένο ξύλο, χόβολη, και γενικά στάχτες, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ., Αττ.· στάχτες από καύση νεκρού, σε Αισχύλ., Σοφ. κ.λπ. II. σκόνη, κονιαρτός, σε Ηρόδ. III. μεταφ., σποδὸς κυλίκων, λέγεται για ηλικιωμένη γυναίκα που αρέσκεται στη μέθη, «σφουγγάρι», σε Ανθ.